πυρηνίδιον

πυρηνίδιον
πῡρην-ίδιον, τό, Dim. of πυρήν,
A knob, IG11(2).223B19,36 (Delos, iii B.C.), BGU781 iii 9 (i A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πυρηνίδια — πυρηνίδιον knob neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρηνίδιο — το / πυρηνίδιον, ΝΑ (με υποκορ. σημ.) 1. οίδημα, πρήξιμο 2. μικρός στρογγυλός όγκος, χάντρα νεοελλ. βιολ. έγκλειστο το οποίο περιέχεται σε πυρηνίσκο τού κυτταρικού πυρήνα αρχ. σφαιρίδιο κατάλληλο για τη διακόσμηση αγγείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρήν,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”